-
1 ιλᾱος
ιλᾱος, ον, att. ἵλεως, ων, neutr. plur. ἵλεα, Plat. Phaed. 95 a; bei den Tragg. u. Ar. steht ἵλαος nur in lyr. Stellen; versöhnt, gnädig, huldvoll, von Göttern, ἵλαος Ολύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il. 1, 583; ὡς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ ϑυμὸν ἔχωσι Hes. O. 338; ἵλαοι καὶ εὐϑύφρονες γᾷ δεῠρ' ἴτε σεμναί Aesch. Eum. 992; ἵλαος, ὦ δαίμων Soph. O. C. 1477; ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη Eur. Hel. 1013; ἥκετ' εὔφρονες ἵλαοι πότνιαι Ar. Th. 1148; οἱ ϑεοὶ ἵλεώ τε καὶ εὐμενεῖς πέμπουσί σε Xen. Cyr. 1, 6, 2; Plat. Legg. IV, 712 b; τοὺς ϑεοὺς ἵλεως οἰόμενοι ποιεῖν ϑυσίαις τε καὶ εὐχαῖς X, 910 a– Von Menschen, wohlwollend, freundlich; Pind. P. 12, 4; ἵλεως κλύων Soph. El. 645; καὶ εὐμενής Plat. Phaedr. 257 a; καὶ πρᾶος πᾶσιν Rep. VIII, 566 e; τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Legg. V, 747 e. So auch σὺ δὲ ἵλαον ἔνϑεο ϑυμόν Il. 9, 639, wie 19, 178; ἵλεῳ φρενί Soph. Tr. 760; ἵνα ἵλεώ σου τύχοιμι καὶ πραοτέρου Plut. Ant. 82. Auch = heiter, fröhlich, H. h. Cer. 204; πιόντα τὸν ἄνϑρωπον ὁ οἶνος ποιεῖ ἵλεων εὐϑὺς μᾶλλον ἢ πρότερον Plat. Legg. I, 649 a; ἵλεων γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται Conv. 206 d; Ggstz λυπούμενος, Ephipp. bei Ath. VIII, 363 c. – [Die von Choerob. B. A. 1383 bezeugte Länge des α ist nicht beachtet Il. 9, 639. 14, 178 u. bei sp. Ep., wie Theocr. 27, 15 (aber lang 5, 18), Mosch. 2, 146, Callim. Dian. 129; α ist kurz auch bei Pind., Soph., Ar.]
См. также в других словарях:
ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… … Dictionary of Greek